Κάσιος

Κάσιος
Προσωνυμία του Δία, από το βουνό Κάσιο, κοντά στη Σελεύκεια (στα σύνορα Αιγύπτου και Πετραίας Αραβίας) όπου υπήρχε και ναός του θεού. Στην ίδια περιοχή λάτρευαν μια πέτρα που είχε πέσει από τον ουρανό (αερόλιθος), η οποία είναι αποτυπωμένη σε νομίσματα της Σελεύκειας. Ο Κ. Δίας είχε τη μορφή νέου άντρα και το μαντείο του ιερού του συμβουλεύτηκε ο Σέλευκος για τη θέση της πόλης που θα έφερε το όνομά του, τη μελλοντική Σελεύκεια. Η θέση τού υποδείχτηκε μετά τη θυσία ενός αετού που εμφανίστηκε ξαφνικά στον ουρανό. Η λατρεία του μεταδόθηκε στην Αθήνα, στην Κέρκυρα και στη Λακεδαίμονα. Την περιοχή του όρους Κάσιο διέσχισε η στρατιά του Πτολεμαίου του Σωτήρα στην εκστρατεία του εναντίον του Αντίοχου και του Δημήτριου (312 π.Χ.)· εκεί επίσης δολοφονήθηκε ο Πομπήιος.
* * *
ο, θηλ. Κασία
ο κάτοικος τής νήσου Κάσου ή αυτός που κατάγεται από την Κάσο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κάσιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάσιος — κάσις brother masc/fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάσιος, Αβίδιος — (Avidius Cassius, 2oς αι. μ.Χ.). Σύρος αξιωματούχος του ρωμαϊκού στρατού. Ως ύπαρχος της Συρίας, έπειτα από αλλεπάλληλες νικηφόρες πολεμικές επιχειρήσεις, κατέλαβε την Έδεσσα, πέρασε στη Μεσοποταμία και υποχρέωσε τον βασιλιά των Πάρθων, Βολογάση …   Dictionary of Greek

  • Σίλιος Ιταλικός, Τιβέριος Κάσιος — (Silius Italicus). Λατίνος ποιητής. Είναι πιθανό να γεννήθηκε το 25 ή 26 μ.Χ., και έγινε ύπατος το 68, στο τελευταίο έτος της βασιλείας του Νέρωνα. Το επικό του ποίημα Καρχηδονιακά αναφέρεται στο δεύτερο καρχηδονιακό πόλεμο και ποιοτικά είναι… …   Dictionary of Greek

  • Κασίοιο — Κάσιος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κασίοις — Κάσιος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κασίου — Κάσιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κασίων — Κάσιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κασίῳ — Κάσιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάσιοι — Κάσιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”